Παρασκευή 3 Απριλίου 2020










Memory be told






Υπάρχουν  χώρες όπου η πολιτική γελοιογραφία είναι μία μορφή εξουσίας και ασκεί μεγάλη επιρροή. Στην Κολομβία, για παράδειγμα, οι γελοιογράφοι του είδους όχι μόνον απολαμβάνουν τον σεβασμό των αναγνωστών, και του ευρύτερου κοινού,  αλλά έχουν, επίσης, τόση δύναμη επιβολής ώστε οι πολιτικοί τούς φοβούνται. Έναν τέτοιο πολιτικό γελοιογράφο επέλεξε ο Juan Gabriel Vásquez ως πρωταγωνιστή τού "Οι υπολήψεις" (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης – Ίκαρος, 2019) – μία νουβέλα που ασχολείται με κάτι τόσο ρευστό κι εύθραυστο όπως η δημόσια εικόνα, η προσωπική μνήμη και η υπόληψη.

Ο Χαβιέρ Μαγιαρίνο είναι ένας από τους πιο επιδραστικούς σκιτσογράφους της Κολομβίας την δεκαετία του '80 - περίοδος όπου κλιμακώνεται ο εμφύλιος στην χώρα και οι Συντηρητικοί, που εκλέγονται πρώτο κόμμα στην εκλογές, δέχονται την ανελέητη κριτική  του. Όπως και το είδωλό του, ο εμβληματικός  Ricardo Rendón, μπορεί να αποκαθηλώσει πολιτικούς ή να απειλήσει την θέση τους με ένα σκίτσο του – μία ιδιαίτερα καυστική γελοιογραφία για τον Αδόλφο Κουέγιαρ θα προκαλέσει σοβαρές τριβές στην οικογένεια του πολιτικού και θα τον εκθέσει μόνιμα στην απαξίωση και την χλεύη του κοινωνικού περίγυρού του.  Είναι τόση η εξουσία που συγκεντρώνει ο Μαγιαρίνο με το πενάκι του ώστε "...αν σε σκιτσάρει ο Χαβιέρ Μαγιαρίνο, σημαίνει ότι έχεις πολιτική ζωή. Ο πολιτικός που εξαφανίζεται απ' τα σκίτσα του, παύει να υπάρχει." Πολλά χρόνια αργότερα, η πολιτεία, παρά την άσπονδη κριτική που της ασκεί, αποφασίζει να του αποτίσει τιμές – εκδίδει ένα ειδικό γραμματόσημο, με την μορφή και το όνομά του, ως αναγνώριση της σαραντάχρονης καριέρας του. Η τελετή απονομής  στο περίφημο Teatro Colón  προμηνύει τον προσωπικό θρίαμβό του και, ίσως, την προσωπική ευτυχία του - καθώς πηγαίνει πεζός στο θέατρο τον πλησιάζει η Μαγδαλένα, η εδώ και χρόνια πρώην σύζυγός του,  κι εκείνος υποθέτει με αρκετή βεβαιότητα πως υπάρχουν ελπίδες να επανασυνδεθούν. 




Η Σαμάντα Λεάλ είναι μία τριανταπεντάχρονη γυναίκα που βρέθηκε στο Τεάτρο Κολόν να παρακολουθεί την βράβευση του Χαβιέρ Μαγιαρίνο. Μετά την τελετή και μέσα σε μια ατμόσφαιρα αποθέωσης η Σαμάντα, μία από τις δεκάδες, τον πλησιάζει για να της υπογράψει ένα αντίτυπο από το πρόσφατο βιβλίο του. Και στην συνέχεια,  του ζητά συνέντευξη. Η νεαρή γυναίκα, που δεν είναι στην πραγματικότητα δημοσιογράφος, θα τον επισκεφθεί λίγες μέρες αργότερα στο σπίτι του κι αυτό που ξεκινά ως μία τυπική συνέντευξη θα αποδειχθεί θρυαλλίδα για την ζωή του κραταιού γελοιογράφου – όταν ήταν 7 χρονών, η Σαμάντα και η φίλη της Μπεατρίς, κόρη του Μαγιαρίνο, ήταν στο πάρτυ που εκείνος έκανε στο καινούργιο του σπίτι κι έπαιζαν. Για την ακρίβεια, τριγύριζαν μέσα στο σπίτι ελεύθερα κι έπιναν τα διάφορα υπολείμματα ουίσκι και ρούμι μέχρι που κάποιος τις βρήκε αναίσθητες στο πάτωμα. Ο Μαγιαρίνο μετέφερε τα δύο κορίτσια στην κρεβατοκάμαρά του  μέχρι να συνέλθουν. Κάποια στιγμή που δεν ήταν στο δωμάτιο ένας απρόσκλητος καλεσμένος άφησε να εννοηθεί με την συμπεριφορά του πως κακοποίησε τη μικρή Σαμάντα που κοιμόταν. 

"Είναι πολύ φτωχή η μνήμη που δουλεύει μόνο προς τα πίσω" επαναλαμβάνει ο Μαγιαρίνο  σαν μιαν άλλη Λευκή Βασίλισσα που οικτίρει την μονοδιάστατη μνήμη της Αλίκης.  Κι αυτό είναι που ο σκιτσογράφος ανακαλύπτει για τον εαυτό του στην διάρκεια της συνέντευξης – μία βολικά γραμμική μνήμη. Εκείνος ο απρόσκλητος επισκέπτης ήταν ο Αδόλφο Κουέγιαρ κι αυτό είναι το μοναδικό σαφές στοιχείο που θέλει να γνωρίζει. Ωστόσο, η παράκληση και η επιμονή της Σαμάντα να μάθει για εκείνο το βράδυ που έμεινε κενό στην δική της μνήμη θα ανατρέψει κάθε πεποίθηση του Μαγιαρίνο. Η προσωπική κρίση του δημιουργού θα αναδείξει την ρευστότητα και το εύθραυστο τόσο της δικής του δημόσιας εικόνας όσο και του Κουέγιαρ – εξαιτίας εκείνης της διάσημης γελοιογραφίας του και της αδιάλλακτης καρικατούρας που του απέδιδε ο Μαγιαρίνο, η ζωή του πρώτου θα λήξει με ένα άλμα από το παράθυρο ενός ιατρείου.  




Γράφτηκε το 2012-13, δύο χρόνια πριν από την τραγωδία στο Μπατακλάν και μπορεί, γι'αυτό, να θεωρηθεί προφητικό για την δύναμη της εικόνας. Κι εκτός από το μέγεθός της, η νουβέλα ετούτη ξεχωρίζει και για τον θεματικό άξονά της – ο τρόπος με τον οποίο το προσωπικό επηρεάζει και διαμορφώνει την δημόσια ζωή και την δημόσια εικόνα μας ενώ στα άλλα έργα του συγγραφέα συμβαίνει το αντίθετο, δλδ ο Βάσκες ασχολείται με το πώς το δημόσιο εισβάλλει κι επιδρά στο προσωπικό. 

Ένα τέταρτο χαρακτηριστικό της είναι ότι "Οι υπολήψεις" δεν έχουν το σύνηθες κατά στάγδην χιούμορ του συγγραφέα αλλά μια υποτονική, πικρή θα έλεγα, ειρωνεία. Και παρά τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του, του διαφεύγει εκείνο το "κάτι-παραπάνω" που θα απογείωνε τη νουβέλα όπως το παλαιότερο "Ήχο των πραγμάτων..." – να μας κάνει να δούμε με περισσότερη ευκρίνεια, ίσως και να αισθανθούμε, τις πιέσεις κατά της ελευθερίας του λόγου στην διάρκεια του εμφυλίου, την διαμάχη μεταξύ της επιθυμίας του Μαγιαρίνο για αναγνώριση και της καλλιτεχνικής αξιοπιστίας, την αποδοχή ενός επαναστάτη από το κατεστημένο. 

Παρ' όλα αυτά, η γραφή του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες παραμένει συναρπαστική και στον αντίποδα της λατινοαμερικανικής παράδοσης – η γλώσσα του εκλεπτυσμένη, σαφής και δυναμική· μίνιμαλ αλλά πλούσια σε εικόνες και ασυνήθιστες μα εκφραστικές παρομοιώσεις. Η αφήγησή του συνυφαίνει τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιρροές του με τις πολιτικές και εικαστικές επιδράσεις της χώρας του – από Χένρυ Τζαίημς έως Ρικάρντο Πίλια και Κάρολ Λιούις με Fernando Botero, Agustin Nieto Caballero, κ.ά.  Ίσως περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε, και σε ορισμένα σημεία αναλύεται σε ανούσια σχόλια για την ερωτική εικόνα των πρωταγωνιστών του. Αυτό, όμως, δεν απειλεί  την ισορροπία του ευφυούς κειμένου που δεν δίνει εύκολες απαντήσεις και δεν οδηγεί σε κάποιου είδους κάθαρση – στην ακμή της καριέρας του ο Μαγιαρίνο συνειδητοποιεί πως η φήμη του δεν ήταν τίποτα περισσότερο από κάστρο στην άμμο ενώ ο αναγνώστης μένει με την ίδια αβεβαιότητα, ένταση κι αγωνία που έχει η Σαμάντα καθώς πηγαίνει να συναντήσει την πρώην σύζυγο του Κουέγιαρ. 




"Η δημόσια εικόνα και η υπόληψη είναι αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο, και δεν ήταν ποτέ  τόσο ευάλωτες όσο τώρα"  λέει ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες. Και με την νουβέλα ετούτη υπερασπίζεται αυτές τις δύο έννοιες ρίχνοντας φως στις σκοτεινές περιοχές της μνήμης, της τέχνης, της πολιτικής, του Τύπου και της ηθικής δίχως να απομακρύνεται από τις πραγματικές συνθήκες του κάθε πεδίου. Μας επιτρέπει έτσι να θέσουμε δύσκολες ερωτήσεις ώστε να κατανοήσουμε τους εαυτούς που προϋπήρξαν και τους κόσμους που ζούμε. Και να αποτρέψουμε, έτσι, την επανάληψή τους στο μέλλον ως επώδυνη και καταστροφική φάρσα.











Σημειώσεις: Το πρώτο ψηφιακό εικαστικό είναι η "Gil" του σύγχρονου εικαστικού David Szauder. Το δεύτερο ανήκει στον νοτιοαφρικανό William Kentridge κι έχει τίτλο "Second Hand Reading" (2013). Στην τρίτη εικόνα είναι ένα γκραφίτι που βρέθηκε στην πολυτελή Βίλα των Μυστηρίων στην Πομπηία – μία καρικατούρα του Ρούφους, όπως αναφέρει η επιγραφή που βρίσκεται χαραγμένη στο επάνω μέρος της: "This is Rufus". Πιθανολογείται πως αναφέρεται στον Marcus Holconius Rufus, ένα ευρέως γνωστό δημόσιο πρόσωπο στην Πομπηία του 1ου πΧ αιώνα. Στο τέλος, σκίτσο του συγγραφέα που αντλήθηκε από τους ΝΥΤ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: