Παρασκευή 13 Μαΐου 2011








Σονάτα





Στην αρχή, το "Νυχτερινά"  του Καζούο Ισιγκούρο (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, Καστανιώτης, 2010) δίνει την εντύπωση ενός αργού, πνιγηρού βιβλίου το οποίο σε αφήνει μ' ένα αίσθημα παραίτησης, πικρίας και απογοήτευσης - οι ήρωες και των πέντε διηγημάτων διαπιστώνουν πως άλλα σου υπόσχεται η μουσική (και κατ' επέκταση η τέχνη) κι άλλα εντέλει σου δίνει η ζωή.

Στο πρώτο διήγημα,
"Ο τροβαδούρος της αγάπης"ο συγγραφέας διηγείται την ιστορία του Τόνυ και της Λίντι Γκάρντνερ - ενός διάσημου κρούνερ της εποχής του '30 και της αριβίστριας συζύγου του.  Ενώ η κοινή ζωή τους ξεκίνησε ως αμοιβαία ανάγκη για εξασφάλιση -δημοσιότητας και συναισθηματικής σταθερότητας για τον τότε μεσήλικα Τόνυ και οικονομικής επιφάνειας από την πλευρά της Λίντι- κατέληξαν να αγαπήσουν ο ένας τον άλλον ουσιαστικά. Ο αφηγητής, Γιάνεκ (ή Γιαν), κιθαρίστας σ'ένα από τα πολλά υπαίθρια καφέ της πλατείας του Αγίου Μάρκου στην Βενετία, δέχεται να τον συνοδεύσει σε μια καντάδα προς την σύζυγό του που τελικά αποδεικνύεται πως είναι ο μουσικός επίλογος της σχέσης τους η οποία δεν μπόρεσε να εναντιωθεί στις απαιτήσεις της δημοσιότητας.

Στο δεύτερο διήγημα της συλλογής
, "Με ήλιο ή με βροχή", ένα ζευγάρι, ο Τσάρλυ και η Έμιλυ βρίσκονται στα πρόθυρα χωρισμού. Γι' αυτό επιστρατεύεται ένας κοινός τους φίλος, ο Ρέιμοντ, καθηγητής αγγλικών που στα σαράντατόσα χρόνια του ζει ακόμη μεροδούλι-μεροφάι. Ο Τσάρλυ ελπίζει πως ο Ρέι θα λειτουργήσει ως κυματοθραύστης για την σχέση του και πως η Έμιλυ, βλέποντας την αξιοθρήνητη κατάσταση του Ρέι, με τον οποίο μοιράζονταν παλιά την αγάπη τους για τα μιούζικαλς, θα εκτιμήσει τον Τσάρλυ κι έτσι θα αναθεωρήσει για το διαζύγιο.

Ο ήρωας της τρίτης ιστορίας,
"Μάλβερν Χιλς", είναι ένας κιθαρίστας της τζαζ ο οποίος, έχοντας επισκεφθεί τους φίλους του από το πανεπιστήμιο (αφήνεται να εννοηθεί πως είναι το ζευγάρι της προηγούμενης ιστορίας), φεύγει από το Λονδίνο κι επιστρέφει στον τόπο όπου γεννήθηκε με σκοπό να κυνηγήσει το όνειρό του. Το πρωί ανταποδίδει την φιλοξενία της αδερφής του βοηθώντας την στο καφέ-εστιατόριο που εκείνη διατηρεί με τον άντρα της σε μια υπέροχη περιοχή της αγγλικής υπαίθρου ενώ τα απογεύματα αφιερώνεται με επιμονή στην σύνθεση ενός "μεγάλου" κομματιού που θα του αποφέρει την αναγνώριση.

Στο τέταρτο διήγημα,
"Νυχτερινό", ξαναβρίσκουμε την Λίντι του πρώτου διηγήματος. Μετά τον χωρισμό της από τον Τόνυ Γκάρντνερ έχει καταφύγει στις υπηρεσίες της πλαστικής χειρουργικής. Στο ξενοδοχείο όπου μένει, το οποίο λειτουργεί και ως χώρος ανάρρωσης, γνωρίζει τον Στιβ, επίδοξο σαξοφωνίστα, ο οποίος έχει κι αυτός καταφύγει στην πλαστική χειρουργική - ο ατζέντης του επέμενε για χρόνια πως η εικόνα του ευθύνεται για το ότι δεν είναι διάσημος και πως βελτιώνοντάς την, η κατάσταση θα ανατρέπονταν σε ελάχιστο χρόνο. Οι δύο "ασθενείς", με μπανταρισμένα πρόσωπα λόγω της επέμβασης, αναπτύσσουν μια φιλική σχέση όπου ο καθένας τους μιλά για τον έρωτα, την  μοναξιά και τα σχέδιά του δίχως κάποιου είδους επιφύλαξη. Κλεισμένοι όμως στα δωμάτιά τους όλη την ημέρα, νιώθουν φοβερή ανία και γι' αυτό κάνουν νυχτερινούς "περιπάτους"  στις εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου αναστατώνοντας τους αστυνομικούς της ασφάλειας και προσφέροντας στον αναγνώστη τις πιο "περιπετειώδεις" σκηνές του βιβλίου που θα μπορούσαν να είναι και οι πιο αστείες αν το χιούμορ τους δεν ήταν κάπως στεγνό.

Το πέμπτο διήγημα, "Βιολοντσελίστες" είναι και το πιο παράδοξο: μία γυναίκα μουσικός, η Ελοΐζ, παραδίδει μαθήματα βιολοντσέλου σ' έναν νεαρό Ουγγαρέζο βιολοντσελίστα με άριστες σπουδές και μελλοντικές προοπτικές.  Αυτό, θα μου πείτε τώρα, δεν είναι παράδοξο. Συμφωνώ. Το παράδοξο βρίσκεται στο ότι η Ελοΐζ υποστηρίζει με πάθος πως είναι βιρτουόζος βιολοντσελίστα τη στιγμή που έχει να πιάσει στα χέρια της βιολοντσέλο από τότε που ήταν 11 χρονών. Ο λόγος που επικαλείται γι' αυτό είναι πως κανένας δάσκαλος δεν ανταποκρινόταν στην ιδιοφυία της κι έτσι, προκειμένου να χαλάσει το ταλέντο της με κάποιον ακατάλληλο, επέλεξε να μην το πραγματοποιήσει καθόλου. Η φιλική σχέση που παρ' όλα αυτά αναπτύσσεται μεταξύ  τους θα λήξει άδοξα με την Ελοΐζ να επιλέγει να επιστρέψει στην επαρχιακή πόλη όπου ζει μόνιμα για να παντρευτεί και τον Τίμπορ να δέχεται ανόρεχτα την θέση μουσικού σ' ένα ξενοδοχείο στο Άμστερνταμ.

Ξεκίνησα με την πρόθεση να γράψω πως αυτή η συλλογή είναι κάτι σαν ένα διάλειμμα μικρής έκτασης  μετά από έξι πολυσέλιδα μυθιστορήματα που έχει γράψει μέχρι σήμερα ο Ισιγκούρο - με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο αποτέλεσμα. Γράφοντας όμως, άλλαξα γνώμη.


Ο Ισιγκούρο περνά από τα συνηθισμένα ανθρώπινα κίνητρα στην παθολογία τους και στο κωμικό έως παράδοξο των καταστάσεων τόσο απαλά που μου προκάλεσε έκπληξη. Χρειάστηκε να επιστρέψω στο κείμενο και να διαβάσω για δεύτερη φορά τον αυτοσαρκασμό και τα υπονοούμενα που υποφόσκουν κάτω από τους ατάραχους ήρωες και την καθημερινή γλώσσα που ηχεί μονότονα, άκαμπτα και comme il faux ενώ δεν είναι παρά μόνο η επιφάνεια. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, που ο Ισιγκούρο θεωρείται άριστος χρήστης του βρετανικού understatement - τόσο under που τα περάσματα αυτά είναι πράγματι ανεπαίσθητα.

Το "Νυχτερινά" δεν φτάνει στο ύψος του "Απομεινάρια μιας μέρας" ή (απ' ότι αντιλαμβάνομαι διαβάζοντας κριτικές γιατί δεν το έχω διαβάσει) του "Μην μ' αφήσεις ποτέ". Αυτό το πλέξιμο των ιστοριών, όμως, ο τρόπος που η μια ιστορία διευσδύει μέσα στην άλλη και τελικά δεν μπορείς να διαβάσεις καμμία από αυτές μόνη της, ούτε και σε διαφορετική σειρά από αυτή που υποδεικνύεται -όπως ακριβώς και σε μία σονάτα-  κάνει το βιβλίο να τραβά την προσοχή σου σ' αυτό το “παιχνίδι” κι έτσι σε αποσπά εν μέρει από την γενικώς μελαγχολική διάθεση των ηρώων. Εκτός αυτού, όμως,  τα διηγήματα "ακούνε" τζαζ και κλασική μουσική, "ντύνονται" με λιτή γλώσσα και "περιδιαβαίνουν" την αγγλική εξοχή και τη Βενετία  κι όλο τούτο τους δίνει μια ξεχωριστή χροιά. Είναι σαν να διαβάζεις μια μικρή νυχτερινή μουσική.

 


 



Σημειώσεις: Ο πρώτος πίνακας είναι ο “Moonlight over the sea” του J.M.W. Turner  ενώ ο δεύτερος είναι η εικαστική απεικόνιση ενός καναλιού της Βενετίας από τον σύγχρονo Βρετανό καλλιτέχνη Colin Turner.

Δεν υπάρχουν σχόλια: