Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014











Ένα αθώο βιβλίο


Ένα από τα πιο παράξενα βιβλία που έχω διαβάσει είναι το "Τα μαλλιά του Φιν" (Πόλις, 2014) της Εύας Στεφανή. Τα είκοσι οκτώ μικρά αφηγήματα που αποτελούν τούτη τη συλλογή ανήκουν στον κόσμο του παράδοξου και μέσα στα λίγα λεπτά που χρειάζονται για να τα διαβάσεις, εκτείνουν απροσδόκητα τα όρια εκείνου που ορίζουμε ως λογοτεχνία.  


Πλάτη - Έχασα τις μπότες μου και έμεινα μέσα γιατί πού να πάω χωρίς τις μπότες. Όταν ξημέρωσε είχα μια πράσινη καμπούρα. Στον καθρέπτη είδα ότι μια φιστικιά φύτρωσε στην πλάτη μου. Κάτω από το δέντρο ξάπλωναν μητέρες και παιδιά απολαμβάνοντας τη σκιά. 

Βυθός - Έχω ένα βάρος στην κοιλιά. Ζητώ να με εγχειρίσουν. Παίρνω ένα λεπίδι και μια κουτάλα να βοηθήσω στην εκσκαφή. Στην αρχή βγάζω λίγη άμμο και άσπρες πέτρες. Προχωράω πιο βαθιά και πέφτω πάνω σε μια μαλακιά μάζα. Ένα βουνό από φύκια. Συνεχίζω να ψάχνω αλλά το λεπίδι και η κουτάλα γλιστράνε δίχως να σκοντάφτουν πουθενά. Θεραπεύτκα; Μπα. Πετάω τα εργαλεία και βάζω το χέρι μου στο ανοιχτό σώμα που  καίει. Πιάνω κάτι. Μια αλυσίδα. Την τραβάω προς τα έξω και ιδού η αιτία του κακού. Το παλιό ρολόι του μπαμπά. 

Η μούγγα - Από καιρό δεν μιλάμε πια. Πού και πού του δίνω μια φάπα για να φωνάξει και να σπάσει η μούγγα. Δεν φωνάζει αλλά παίρνει το χέρι μου και το ακουμπάει στο κεφάλι του. 


 

Μετά το μούδιασμα που σου αφήνει η πρώτη ανάγνωση, η μικρή τούτη συλλογή σού αποκαλύπτει  την αδιαπραγμάτευτη δύναμη των λέξεων να δίνουν εικόνες και την ικανότητα της συγγραφέως, που εκτός από ντοκιμαντερίστρια είναι και εικαστικός, να αιχμαλωτίζει  άναρχες σκέψεις με την τόλμη, την ευελιξία και τον παιγνιώδη τρόπο που σου επιτρέπει η γλώσσα του σουρεαλισμού. Ενός ιδιότυπου ονειρικού ρεαλισμού, καλύτερα, που θυμίζει παλιό παραμύθι ή στιγμιότυπα από ταινίες του Τιμ Μπάρτον.  

Λίμνη - Έβγαλε τα ρούχα της και  φόρεσε την ειδική στολή της λίμνης που της δώσανε. Ένα μακρύ νυχτικό με φτερά. Παντού μύριζε ροδόνερο. Κατάπινε για να συγκρατήσει τη μυρωδιά. Κρατούσε δυο βαριά κουπιά. Νόμιζε πως πετούσε. Κάθε τόσο γύριζε γύρω γύρω να δει το τοπίο αλλά έβλεπε μόνο κεφάλια από άλλους χλωμούς κωπηλάτες που χαμογελούσαν και νόμιζαν πως πετούσαν.

Ουσιαστικά όμως πιστεύω ότι πρόκειται για την γραπτή αποτύπωση του ανεξιχνίαστου που καλύπτει το κενό ανάμεσα στο ενύπνιο και την πραγματικότητα· γι' αυτό δεν είναι, τελικά, καθόλου αθώο βιβλίο. Ιδιαίτερο ανάγνωσμα και ευαίσθητη γραφή που ίσως δυσκολέψει κάποιους· ο Ερρίκος Χόφμαν και ο Πετροτσουλούφης του, ωστόσο, θα το εκτιμούσαν ιδιαίτερα. 





Σημείωσεις: Το ασπρόμαυρο σχέδιο είναι λεπτομέρεια του εξώφυλλου του βιβλίου που βασίζεται σε έργο του Ζάφου Ξαγοράρη από την ενότητα "Υπόγεια και Αιωρήσεις". 

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014








Και πάλι...




...κούτες με στολίδια, 
τηλέφωνα, ραντεβού και προγράμματα, 
προμήθειες (γλυκών και βιβλίων),
προετοιμασίες,
   

   στην ώρα τους!  





Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014












Ο νεαρός άγνωστος



Ο W.G.Sebald έλεγε πως αντιστεκόταν στην λήθη με την συγγραφή - μόνο έτσι δεν θα υπέκυπτε στο βάρος των αναμνήσεων που τον  κατέκλυζαν πολύ συχνά και πολύ ξαφνικά. Ο κάθε συγγραφέας, υποθέτω, κάνει το ίδιο  δίνοντας στην λέξη μία διαφορετική ερμηνεία κι ένα προσωπικό συγκινησιακό φορτίο. Ο τρόπος, ωστόσο, που  ο Laurent Mauvignier το κάνει στο  "Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη" (σε μτφ και με επίμετρο του Σπύρου Γιανναρά - Άγρα, 2014)  προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση. Μία απνευστί ένταση.



Βάση του ολιγοσέλιδου αφηγήματος του Γάλλου συγγραφέα είναι ένα περιστατικό που πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων. Στο εμπεριστατωμένο επίμετρο της έκδοσης αναφέρονται οι σχετικές λεπτομέρειες - ο 25χρονος Μικαέλ Μπλαιζ, Γάλλος με καταγωγή από τη Μαρτινίκα, συλλαμβάνεται σ' ένα σουπερμάρκετ Carrefour στη Λυών να πίνει ένα κουτάκι μπύρα μην έχοντας την πρόθεση να το πληρώσει. Έτσι τουλάχιστον υποστήριξαν οι τέσσερις άντρες της ιδιωτικής ασφάλειας που τον συνέλαβαν και στην συνέχεια τον μετέφεραν σε ειδικό χώρο (βλ. αποθήκη) όπου και τον ανέκριναν με υπερβάλλοντα ζήλο. "Μηχανική ασφυξία λόγω συμπίεσης του θωρακικού κλωβού και απόφραξης των ανωτέρων οδών" αναφέρει το πιστοποιητικό θανάτου του.

Ο Λωραίν Μωβινιέ αποφεύγει τον εύκολο συναισθηματισμό που θα επέφερε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε ένα τόσο κοινότοπο, πλέον, γεγονός - ένας μελαψός άντρας συλλαμβάνεται και ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου. Και παρ'όλες τις απλές λέξεις που χρησιμοποιεί, το κείμενο είναι απαιτητικό. Ο Μωβινιέ γράφει μία μονοκόμματη πρόταση που  εκτείνεται σε 60 σελίδες όπου ο αφηγητής απευθύνεται στον αδερφό του θύματος ιστορώντας του την σύλληψη του άστεγου αδελφού του. Δεν περιορίζεται ωστόσο στον τρόπο που παρουσίασαν το θέμα τα Μέσα. Ο αφηγητής εξετάζει και την άποψη ενός συγγενή του θύματος που ισχυρίστηκε πως ο Μπλαιζ έπασχε από κατάθλιψη μετά τον θάνατο του πατέρα του. Αφηγείται και από την σκοπιά του εισαγγελέα, και από εκείνη των σεκιουριτάδων και των οικογενειών τους όπως επίσης και των αστυνομικών και των περαστικών. Η αφήγηση διαπερνά κάθε συναφές όριο μιας "τακτοποιημένης" κοινωνίας και  φωτίζει πλευρές της που συνήθως κρατούμε αθέατες - τον ρατσισμό και την ανεξέλεγκτη βία προς τους αδύναμους,
την μοναξιά του αποσυνάγωγου, το ψέμα και την προσποίηση της κοινωνίας, την αποποίηση ευθυνών, την διαφορετικότητα και την αντιμετώπισή της.

Μου θύμισε το εμβληματικό "Πεθαίνω σαν χώρα". Δεν έχει βέβαια τον ποιητικό και πυρετώδη ειρμό του Δημήτρη Δημητριάδη είναι ωστόσο το ίδιο εντυπωσιακό - ο μακροπερίοδος λόγος του Μωβινιέ μετατρέπει έναν απλό λογοτεχνικό μονόλογο σε μία καταγγελτική φωνή που διαπερνά την σκέψη του αναγνώστη. Δίχως πάθος, δάκρυ ή οργή, δίχως καν ένα όνομα για το θύμα ή συγκεκριμένες ημερομηνίες, ο συγγραφέας αποφεύγει την ταύτιση με το συγκεκριμένο και στρέφει την προσοχή στο απολύτως σημαντικό - το θύμα θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, οπουδήποτε, οποτεδήποτε.


"και αυτό που είπε ο εισαγγελέας είναι πώς κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πεθαίνει για κάτι τόσο μηδαμινό, πώς είναι άδικο να πεθαίνει κανείς για ένα κουτάκι μπίρα που ο τύπος κράτησε στα χέρια του τόσο ώστε να μπορέσουν οι φύλακες να τον κατηγορήσουν για ληστεία και να περηφανεύονται αργότερα που τον εντόπισαν και τον ξεχώρισαν, εκεί, ανάμεσα στους άλλους που ψώνιζαν,..."

"...εμένα γιατί με υποτιμήσατε έτσι; αλήθεια με υποτιμήσατε εξαιτίας μιας φόρμας κι ενός κοντομάνικου; εξαιτίας των μαλλιών μου; του προσώπου μου; της φυσιογνωμίας μου; αυτός είναι αλήθεια ο λόγος που θεωρήσατε πως μπορείτε να ξεσπάσετε πάνω μου;" 

"...αφού είχαν ραντεβού κι εκείνος δεν πήγε, ούτε την επομένη δεν πήγε σε εκείνο το μπαρ όπου είχαν συναντηθεί και μιλήσει, εκεί όπου είχαν αμέσως αισθανθεί μια έλξη ο ένας για τον άλλον, το είχε κι αυτό πιστέψει ο αδελφός σου, κι ίσως ήταν αλήθεια, έχουμε ανάγκη να το πιστέψουμε γιατί διαφορετικά ο κόσμος είναι αβίωτος, πραγματικά αβίωτος, δεν πρόλαβαν να κάνουν έρωτα κι ύστερα, να, την ώρα που ετοιμαζόταν να συναντήσει κάποιον, εκείνη ή εκείνον, την ώρα που ετοιμαζόταν να βγει από τη λήθη, αυτό που εγώ ονομάζω λήθη, εκείνος που περπατούσε συχνά στο δρόμο στην περιοχή του Μονπαρνάς και τριγύριζε από το πρωί, όπως εκείνο το πρωί που δεν είχε κουράγιο να πάει να κάνει ένα ντους στην πισίνα, ούτε να ξυριστεί, ούτε τίποτα, δεν είχε τη δύναμη, παρά μονάχα να χαζεύει τα περιστέρια και τα σπουργίτια που πετούν μέσα στο σταθμό και κάθονται στα γυμνά μπετά πάνω από τους ανθρώπους, τις βαλίτσες και τις τσάντες, κι είναι όπως στους καθεδρικούς ναούς, με τα περιστέρια και τα σπουργίτια που γουργουρίζουν, σαν εγκλωβισμένα, κάτω από το σκελετό, όπως και τα τρυγόνια μέσα στους αχυρώνες, θυμίζει καλοκαίρι, άνοιξη, τα παιδικά σας χρόνια όταν πηγαίνατε με τους γονείς σας -θυμάσαι; εκείνος που το είπε κι είμαι σίγουρος πως ούτε εσύ  το είχες ξεχάσει- να δείτε τους χωρικούς με τα γδαρμένα από το κακό κρασί μάγουλα, θυμόταν όσα δεν πρόκειται να ξαναδεί γιατί οι φύλακες τον απάλλαξαν απ' την όραση κι απ' την ακοή, αλλά κι απ' την ελπίδα ακόμη, την ελπίδα που τον κράτησε μέχρι την ύστατη στιγμή είμαι σίγουρος, δεν μπορεί να έγινε διαφορετικά, όταν βρισκόταν στην κόψη του τέλους, άγγιζε ήδη το τέλος, γλιστρούσε προς αυτό, νομίζω, όταν η ζωή έφευγε ενώ εκείνος συνέχιζε να σκέφτεται, θα σταματήσουν να χτυπάνε, θα ξαναβρώ την ανάσα μου, δεν μπορεί να τελειώνουν όλα εδώ,.." 


Το βιβλίο του Μωβινιέ δεν είναι ιδιαίτερα ευκολοδιάβαστο ούτε ευχάριστο, αξίζει όμως την προσοχή του αναγνώστη διότι τον κρατά μέχρι και την τελευταία λέξη. Ωστόσο, όταν μεταφέρθηκε στην σκηνή, ο μονόλογος που ερμήνευσε ο Laurent Cazanave στην παράσταση σύγχρονου χορού του Angelin Preljocaj δεν μπόρεσε να κρατήσει το κοινό του - οι κριτικές μιλούν για πολλή και αναιτιολόγητη βία που ώθησε τους θεατές να φύγουν στα μισά. Καταλαβαίνω τις δυσκολίες μιας τέτοιας μεταφοράς και τις ενδεχόμενες υπερβολές της σκηνοθεσίας ωστόσο, δεν μπορώ να καταλάβω -ακόμη- ποια είναι η ποσότητα βίας που ανεχόμαστε στην καθημερινότητά μας ενώ δεν την σηκώνουμε στην σκηνή...





Σημειώσεις: Για την ιστορία, ο ένας από τους τέσσερις σεκιούριτι αφέθηκε ελεύθερος υπό δικαστική επιτήρηση ενώ δώθηκε, στη συνέχεια, επίσημη βεβαίωση πως δεν θα υπάρξει παρόμοια ετυμηγορία για τους υπόλοιπους τρεις. Ο πίνακας είναι ένα Άτιτλο του Αμερικανού εικαστικού Christopher Wool

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014








The Why  

of the Wind


We must learn better
What we are and are not.
We are not the wind.
We are not every vagrant mood that tempts
Our minds to giddy homelessness.
We must distinguish better
Between ourselves and strangers.
There is much that we are not.
There is much that is not.
There is much that we have not to be.





Πρέπει να μάθουμε καλύτερα
Αυτό που είμαστε κι αυτό που δεν είμαστε.
Δεν είμαστε άνεμος.
Δεν είμαστε η κάθε περαστική διάθεση που βάζει σε πειρασμό

Το νου μας να είμαστε μες την τρελή χαρά και άστεγοι.
Πρέπει να διακρίνουμε καλύτερα τη διαφορά
Ανάμεσα στον εαυτό μας και τους ξένους.
Είναι πολλά αυτά που δεν είμαστε.
Είναι πολλά αυτά που δεν υπάρχουν.
Είναι πολλά αυτά που δεν πρέπει να γίνουμε.









Σημειώσεις: Απόσπασμα από το ομότιτλο ποίημα της Laura (Riding) Jackson που μπορείτε να διαβάσετε στο πρωτότυπο εδώ. Στην φωτογραφία ο Gerhard Richter σε ώρα εργασίας.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014












Πάρα πολλή ζωή


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjL9B1XHbqsMDyCBC3mnyqwfqIEPE_3gJLgfZemkZgU3-I46P5hPZqdYYF7FjZwwFBWNLrXU5itEZwx6ZnzNGxxPjBIh8yKIppx2x5_ohOFjvG_7k1ijqtPvperNWEJi_C25V9R6Ne01OC4/s1600/Hopper,+Edward-+coffee.jpg


Έχουν περάσει μήνες από τότε που διάβασα τα διηγήματα της Alice Munro - τον περασμένο Αύγουστο τα αντλούσα με σταθερή επιμονή, το ένα μετά το άλλο, από το διαδίκτυο σαν να με είχε υπνωτίσει η ιδιαίτερη αίσθηση που εκπέμπει η γραφή της. Και το περίεργο ήταν πως αν και πρώτη φορά διάβαζα την νομπελίστα συγγραφέα -που έχει αποσπάσει και το International ManBooker Prize 2009- είχα την εντύπωση πως την γνώριζα ήδη.

Και δεν έκανα λάθος - οι χαμηλοί τόνοι, ο συγκρατημένος λυρισμός και η έλλειψη μελοδράματος υπήρχαν και στο "Υστερόγραφο μιας σχέσης" της Σάρα Πόλεϊ, την κινηματογραφική μεταφορά του "A bear came over the mountain" - μία από εκείνες τις φορές που το σελουλόιντ καταφέρνει να μεταδώσει την ατμόσφαιρα των σελίδων. Είχα θαυμάσει, θυμάμαι, την οπτική με την οποία η Μάνρο παρουσίαζε τον άντρα πρωταγωνιστή της, έναν συνταξιούχο καθηγητή που έρχεται αντιμέτωπος με την νόσο Αλτσχάϊμερ από την οποία υποφέρει η σύζυγός του. Όταν η ασθένεια δεν είναι πλέον αντιμετωπίσιμη στο σπίτι, ο Γκραντ την βάζει σ' ένα ίδρυμα έχοντας ενδόμυχα τον φόβο ότι θα τον ξεχάσει. Όταν μετά από ένα μήνα την επισκέπτεται, παρατηρεί πως η Φιόνα ερωτεύεται έναν άλλο ομοιοπαθούντα ασθενή.  Όπως επαληθεύτηκε και από την ανάγνωση των  διηγημάτων της, η συγκεκριμένη οπτική είναι πράγματι ξεχωριστή καθώς οι αφηγήσεις της Μάνρο συνήθως εστιάζουν στις γυναίκες, τον ευάλωτο ψυχισμό τους και τον αγώνα τους για την επιβίωση - βιολογική και συναισθηματική.

Στο "Amusden", η Βίβιεν Χάϊντ μετοικεί σε μια απομακρυσμένη περιοχή του Καναδά για να δουλέψει σ' ένα σχολείο. Ερωτεύεται τον καθηγητή Άλιστερ Φοξ ο οποίος την τελευταία στιγμή, κι ενώ έχουν ήδη επισκεφθεί το γραφείο του Δημάρχου της γειτονικής πόλης, αποφασίζει να μην την παντρευτεί.  Στο "Train", ο Τζάκσον, επιστρέφοντας από τα πεδία του 2ουΠΠ, πηδά ξαφνικά από το τραίνο σε ένα σημείο κοντά στην πόλη που γεννήθηκε. Εκεί, γνωρίζει την Μπελ, αρκετά μεγαλύτερή του, και συγκατοικούν στο σπίτι της σαν αδέρφια. Μετά από χρόνια, όταν αρρωσταίνει η Μπελ και του εκμυστηρεύεται τα μυστικά της, ο Τζάκσον δεν θα αντέξει την σεξουαλική οικειότητα που αυτό συνεπάγεται και θα φύγει το ίδιο ξαφνικά κι αθόρυβα όπως μπήκε στη ζωή της. Στο "Gravel", μια ηλικιωμένη ανακαλεί το παρελθόν της - όταν η ίδια ήταν πέντε χρονών, η μητέρα της ερωτεύεται έναν νεαρό ηθοποιό από την ερασιτεχνική ομάδα που βρίσκεται στην πόλη τους εκείνο τον καιρό, μένει έγκυος και στη συνέχεια, παίρνει τις δύο μικρές κόρες της και συζούν όλοι μαζί σ' ένα γραφικό σπίτι δίπλα σ' ένα μικρό λατομείο. Στο "Deep-Holes"  ο Άλεξ, αν θυμάμαι καλά, εμφανίζεται μετά από χρόνια στην οικογενειακή εστία· είναι όμως τόσο διαφορετικός από τις προσδοκίες της οικογένειάς του που θα προκαλέσει ρίγμα στην σχέση με την μητέρα του. Ένα μωρό που γεννιέται με ένα μεγάλο σημάδι  στο μάγουλό του είναι το σημείο εκκίνησης του "Face". Ο μικρός αφηγητής στη συνέχεια θα μεγαλώσει ανάμεσα στην απόρριψη του πατέρα, την υπερπροστατευτική αγάπη της μητέρας και την αγάπη μιας φίλης που εκδηλώνεται με ανορθόδοξο τρόπο, κάτι που θα σημαδέψει τον νεαρό στην ενήλικη ζωή του. Στο "Free Radicals" η καρκινοπαθής Νίτα δέχεται την επίσκεψη ενός άντρα που ισχυρίζεται πως έχει εντολή να ελέχξει το κιβώτιο ασφαλειών του σπιτιού.  Παρ' όλο το επικίνδυνο του πράγματος, οι δύο τους θα καταλήξουν να έχουν μια σπινθηροβόλα συζήτηση. Στο "Passion" η Γκρέις, μια ανεξάρτητη και μορφωμένη 60χρονη γυναίκα, προσπαθεί να ερευνήσει το παρελθόν της οικογένειάς της χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. 

Ο  τρόπος που η Άλις Μάνρο συμπυκνώνει ολόκληρες ζωές μέσα σε ελάχιστες γραμμές είναι εντυπωσιακός. Όπως και το ότι αποδίδει με δυναμικό τρόπο μικρά ιδιωτικά δράματα και μας φέρνει αντιμέτωπους με τον απτό ρεαλισμό και την αμφισημία της ανθρώπινης φύσης χωρίς να γίνεται μελοδραματική. Αντίθετα, παραμένει σταθερά αποστασιοποιημένη από τα γεγονότα και δίνει με κοφτερές λεπτομέρειες την αίσθηση της αποτυχίας και του αναπόδραστου που βιώνουν οι ηρωίδες της - εντελώς καθημερινοί, τρωτοί άνθρωποι που δεν καταφέρνουν να νικήσουν το εσώτερο ψύχος. Αυτή η περίεργα έντονη θερμοκρασία είναι που μού έχει εντυπωθεί ως ατμόσφαιρα των αφηγήσεών της ακόμη και όταν η συγγραφέας περιγράφει καταπράσινες περιοχές, αστικά τοπία ή οικογενειακές στιγμές ευτυχίας.  Το βλέπεις και στους διαλόγους - ειρωνικοί κι ελαφρώς υπαινικτικοί, αιχμαλωτίζουν με έναν μπεργκμανικό τρόπο την ένταση που βαραίνει τη στιγμή. Ωστόσο, ο αφηγηματικός χρόνος και η ανάγνωση των διηγημάτων -που σε αρκετές περιπτώσεις έχουν την έκταση νουβέλας- φεύγουν γρήγορα παρ' όλα τα flashbacks, σαν τον άνεμο στους πίνακες του Léon Spilliaert.  

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ωστόσο, το συναίσθημα που δημιουργεί η Μάνρο είναι μια διαπεραστική ατμόσφαιρα ανασφάλειας. 'Οχι όμως για την εξέλιξη της πλοκής η οποία, σύμφωνα με την ίδια, είναι ανοιχτή - όταν γράφει δεν έχει ένα συγκεκριμένο πλάνο που ακολουθεί με συγκεκριμένες εντάσεις και ανατροπές που πρέπει να τοποθετήσει μέσα στο κείμενο. Η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα αν θέλετε, που σού μεταδίδει είναι περισσότερο για τα κίνητρα των ανθρώπων και τους χαρακτήρες τους. Κι αυτό την απασχολεί περισσότερο από τα γεγονότα. " Όταν ένα γεγονός γίνεται το επίκεντρο, κάτι δεν πάει καλά στην ιστορία. Πρέπει να υπάρχει συναίσθημα στην ιστορία" λέει.


"Αυθεντία στο σύγχρονο διήγημα" σύμφωνα με το σκεπτικό της βράβευσής της με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2013, μια νοικοκυρά "desperately consumed by writing" σύμφωνα με την ίδια, η Άλις Μάνρο καταγράφει με τόλμη την πραγματική ζωή. Και συγκινεί αληθινά με την συμπάθεια και την λεπτότητα που χειρίζεται το βίωμα και τις λέξεις της. Real lit.







Σημειώσεις: Διάβασα τα διηγήματα στο πρωτότυπο εξού και οι τίτλοι στα αγγλικά. Τα αντίστοιχα μεταφρασμένα, ή έστω κάποια από αυτά, υποθέτω πως βρίσκονται στις  συλλογές που ήδη κυκλοφορούν από το Μεταίχμιο. Μπορείτε να δείτε εδώ  μια συνέντευξη της συγγραφέως που αφηγείται την ζωή και την τέχνη της· και να διαβάσετε μια ένθερμη παρουσίαση των βιβλίων της εδώ. Το εικαστικό είναι του Edward Hopper.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014














Μια φορά κι έναν καιρό



της Ναντίν Γκόρντιμερ



 
Κάποιος μου έγραψε ζητώντας να συνεισφέρω σε μια ανθολογία με ιστορίες για παιδιά. Απάντησα πως δεν γράφω παραμύθια. Και ανταπαντά πως σε ένα πρόσφατο συνέδριο/έκθεση βιβλίου/σεμινάριο ένας συγκεκριμένος πεζογράφος είπε ότι κάθε συγγραφέας οφείλει να γράψει τουλάχιστον μία ιστορία για παιδιά. Σκέφτομαι να στείλω μια κάρτα λέγοντας πως δεν δέχομαι ότι 'οφείλω' να γράψω οτιδήποτε.
     Και μετά χθες βράδυ ξύπνησα – ή μάλλον με ξύπνησαν χωρίς να γνωρίζω τι ήταν αυτό που με είχε ξεσηκώσει. 
      Μία φωνή στον θάλαμο αντήχησης του υποσυνείδητου; 
      Ένας ήχος.
    Ένα τρίξιμο σαν κι αυτό που προκαλείται όταν μεταφέρεται το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο κατά μήκος του ξύλινου πατώματος. Αφουγκράστηκα. Ένιωσα τους ακουστικούς πόρους των αυτιών μου να διαστέλλονται από την αυτοσυγκέντρωση. Ξανά: το τρίξιμο. Το περίμενα· περίμενα να ακούσω αν μου υποδείκνυε ότι κάποια πόδια κινούνταν από δωμάτιο σε δωμάτιο, προχωρώντας στον διάδρομο – μέχρι την πόρτα μου. Δεν έχω κάγκελα ασφαλείας, ούτε όπλο κάτω από το μαξιλάρι, αλλά έχω τους ίδιους φόβους όπως οι άνθρωποι που παίρνουν αυτά τα μέτρα προφύλαξης, και τα τζάμια των παραθύρων μου μοιάζουν με λεπτό διαφανές στρώμα πάγου, μπορούν να θρυμματιστούν όπως ένα κρασοπότηρο. Μία γυναίκα δολοφονήθηκε (όπως το έθεσαν) μέρα μεσημέρι σε ένα σπίτι δύο τετράγωνα πιο πέρα, πέρυσι, και τα άγρια σκυλιά που φρουρούσαν έναν γέρο χήρο και την συλλογή του από ρολόγια αντίκες στραγγαλίστηκαν  προτού ο γέρος μαχαιρωθεί από τον εποχικό εργάτη που είχε απολύσει χωρίς αποζημίωση.   Παρατηρούσα την πόρτα, αναπαριστώντας την εικόνα της με το μυαλό μου παρά βλέποντάς την, στο σκοτάδι. Έμεινα  εντελώς ακίνητη -ήδη ένα θύμα- αλλά η αρρυθμία της καρδιάς μου έπαιρνε φτερά, χτυπώντας μια από δω και μια από κει στους τοίχους του σώματος-κλουβιού. Πόσο θαυμάσια συντονισμένες είναι οι αισθήσεις, ακριβώς μέσα απ’ την ακινησία, ύπνος! Δεν θα μπορούσα ποτέ να αφουγκραστώ τόσο έντονα μες τους περισπασμούς της μέρας·  διάβαζα κάθε ισχνό ήχο, αναγνωρίζοντας και κατηγοριοποιώντας την αντίστοιχη πιθανή απειλή. 
     ‘Όμως έμαθα ότι ούτε απειλούμουν αλλά ούτε και είχα γλιτώσει. Δεν υπήρχε κανένα ανθρώπινο βάρος να πιέζει τα σανίδια· το τρίξιμο ήταν οι ξαφνικές συστολές και διαστολές που συνήθως έχουν τα υλικά. Έγινε το  επίκεντρο του άγχους και ήμουν μέσα του. Ήμουν στο μέσο του. Το σπίτι που με περιβάλλει ενώ κοιμάμαι  είναι χτισμένο σε υποσκαμμένο έδαφος· πολύ κάτω από το κρεβάτι μου, το πάτωμα, τα θεμέλια του σπιτιού, οι κλιμακωτές σήραγγες  και οι δίοδοι των χρυσωρυχείων έχουν κουφώσει τον βράχο, και όταν κάποια επιφάνεια σείεται, αποκολλάται και πέφτει, τρεις χιλιάδες πόδια κάτω από τη γη,  ολόκληρο το σπίτι μετακινείται ελαφρώς, προκαλώντας ανησυχητική πίεση  στις αντίρροπες δυνάμεις που συγκρατούν τα τούβλα, το τσιμέντο, το ξύλο και το γυαλί ως δομημένη κατασκευή γύρω μου. Τα φτερουγίσματα της καρδιάς μου μειώθηκαν σταδιακά όπως αναπτύσσεται η τελευταία υπόκωφη νότα σε ένα από τα ξυλόφωνα που κατασκεύαζαν οι μετανάστες ιθαγενείς των Τσόπι και των Τσόνγκα  που ίσως να δούλευαν ως χρυσοθήρες εκεί κάτω,  κάτω από μένα μέσα στη γη εκείνη τη στιγμή. Η κλιμακωτή σήραγγα όπου βρίσκονταν ο καταρράχτης ίσως ήταν σε αχρηστία, στάζοντας νερό  από τις σπασμένες φλέβες της· ή μπορεί τώρα να έθαβαν άντρες εκεί κάτω στον πιο βαθύ από τους τάφους.   
       Δεν μπορούσα να βολευτώ σε μια θέση όπου ο νους θα άφηνε το σώμα μου – θα με ελευθέρωνε για να κοιμηθώ ξανά. Έτσι άρχισα να λέω στον εαυτό μου μια ιστορία· ένα παραμύθι.

Σ’ ένα σπίτι, σ’ ένα προάστιο, σε μια πόλη, ήταν ένας άντρας και η σύζυγός του που αγαπιούνταν πολύ και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Είχαν ένα μικρό αγόρι, και το αγαπούσαν πολύ. Είχαν μία γάτα κι έναν σκύλο που το μικρό αγόρι τα αγαπούσε πολύ. Είχαν ένα αυτοκίνητο κι ένα τροχόσπιτο για τις διακοπές, και μία πισίνα που ήταν περιφραγμένη ώστε το μικρό αγόρι και οι φίλοι του να μην πέσουν μέσα και πνιγούν. Είχαν μια υπηρέτρια που ήταν απολύτως αξιόπιστη κι έναν πλανόδιο κηπουρό τον οποίο τους είχαν συστήσει ανεπιφύλακτα οι γείτονές τους. Διότι όταν άρχισαν να ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, η σοφή γριά μάγισσα, η μητέρα του συζύγου, τους είχε προειδοποιήσει να μην προσλάβουν τον οποιοδήποτε από τον δρόμο. Υπέγραψαν σε μια ασφαλιστική εταιρία για ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, απέκτησαν άδεια κατοχής για τον σκύλο, ασφαλίστηκαν για τις περιπτώσεις φωτιάς, πλημμύρας και κλοπής, και δήλωσαν συμμετοχή στην τοπική Περιπολία της Γειτονιάς, η οποία τους προμήθευσε μία πλακέτα για την εξωτερική πύλη τους που έγραφε ΕΧΕΤΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΘΕΙ πάνω από την σιλουέτα ενός επίδοξου εισβολέα. Η σιλουέτα φορούσε μάσκα· δεν μπορούσε κανείς να πει αν ήταν μαύρη ή λευκή, και συνεπώς αποδείκνυε πως ο ιδιοκτήτης του ακινήτου δεν ήταν ρατσιστής. 
   Δεν ήταν δυνατό να ασφαλίσεις την κατοικία, την πισίνα ή το αυτοκίνητο για φθορές από ταραχές. Υπήρχαν ταραχές, αλλά ήταν εκτός πόλης, στο μέρος όπου άνθρωποι  ενός άλλου χρώματος  ζούσαν σε καταυλισμούς. Αυτοί οι άνθρωποι δεν επιτρέπονταν να βρίσκονται στο προάστιο εκτός κι αν ήταν αξιόπιστες υπηρέτριες ή κηπουροί, έτσι δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθείς, ο σύζυγος είπε στη σύζυγο. Ωστόσο εκείνη φοβόταν πως κάποια μέρα αυτοί οι άνθρωποι θα έφταναν στον δρόμο τους και θα ξήλωναν την πλακέτα ΕΧΕΤΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΘΕΙ και θα άνοιγαν τις πύλες και θα ορμούσαν μέσα… Ανοησίες, αγαπητή μου, είπε ο σύζυγος, υπάρχει η αστυνομία και οι στρατιώτες και καπνογόνα και όπλα για να τους κρατήσουν μακριά μας. Αλλά για να την ευχαριστήσει –διότι την αγαπούσε πάρα πολύ και πράγματι λεωφορεία καίγονταν, αυτοκίνητα πετροβολούνταν, και η αστυνομία πυροβολούσε μικρούς μαθητές σε εκείνες τις συνοικίες που βρίσκονταν μακριά από το προάστιο, εκτός οπτικού και ηχητικού πεδίου – κανόνισε να εγκατασταθούν ηλεκτρονικά ελεγχόμενες πύλες. Όποιος σταματούσε στην πινακίδα ΕΧΕΤΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΘΕΙ και προσπαθούσε να ανοίξει τις πύλες θα έπρεπε να ανακοινώσει τις προθέσεις του πατώντας ένα κουμπί και μιλώντας σ’ ένα μικρόφωνο που αναμετέδιδε το μήνυμα στο σπίτι. Το μικρό αγόρι  ήταν κατενθουσιασμένο από την συσκευή και την χρησιμοποιούσε σαν ασύρματο όταν έπαιζε κλέφτες κι αστυνόμους με τους μικρούς φίλους του.
     Οι ταραχές κατεστάλησαν, αλλά υπήρχαν πολλές διαρρήξεις στο προάστιο και κάποιοι κλέφτες έδεσαν και κλείδωσαν μια άλλη έμπιστη υπηρέτρια σ’ ένα ντουλάπι ενώ έλειπε ο εργοδότης της. Η έμπιστη υπηρέτρια των δύο συζύγων και του μικρού αγοριού ήταν τόσο αναστατωμένη από αυτή την ατυχία που συνέβη στη φίλη της η οποία, όπως κι εκείνη, είχε συχνά την ευθύνη για τα υπάρχοντα  δύο συζύγων και ενός μικρού αγοριού, που ικέτευσε τους εργοδότες της να βάλουν μπάρες ασφαλείας στις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού, και να εγκαταστήσουν ένα σύστημα συναγερμού.  Η σύζυγος είπε, Έχει δίκιο, ας λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν την παραίνεσή της. Έτσι από κάθε παράθυρο και πόρτα του σπιτιού όπου ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα τώρα έβλεπαν τα δέντρα και τον ουρανό μέσα από κάγκελα. Κι όταν η γάτα του μικρού αγοριού προσπάθησε να μπει στο σπίτι σκαρφαλώνοντας απ’ τον φεγγίτη για να του κάνει συντροφιά στο μικρό του κρεβάτι το βράδυ, όπως συνήθως έκανε, έβαλε σε λειτουργία τον συναγερμό τρελαίνοντας το σπίτι. 
   Στον συναγερμό συχνά απαντούσαν -όπως φαινόταν- άλλοι συναγερμοί, σε άλλα σπίτια, που τους έβαζαν σε λειτουργία κατοικίδιες γάτες ή πεινασμένα ποντίκια. Οι συναγερμοί συνομιλούσαν ο ένας με τον άλλο μέσα από τους κήπους με τσιρίδες και βελάσματα και οιμωγές που όλοι σύντομα συνήθισαν, έτσι ώστε το πανδαιμόνιο δεν ξεσήκωνε τους κατοίκους περισσότερο  απ’ ότι το κόασμα  των βατράχων και το μουσικό τρίξιμο των τζιτζικιών. Οι συνομιλίες των ηλεκτρονικών Αρπυιών κάλυπταν τους εισβολείς  που πριόνιζαν τις σιδερένιες μπάρες και παραβίαζαν τα σπίτια, παίρνοντας στερεοφωνικούς εξοπλισμούς, τηλεοράσεις, κασετόφωνα, φωτογραφικές μηχανές και ραδιόφωνα, κοσμήματα και ρούχα, και μερικές φορές ήταν τόσο πεινασμένοι ώστε καταβρόχθιζαν τα πάντα από το ψυγείο ή σταματούσαν με θράσος στα ντουλάπια ή τα μπαρ των κήπων για να πιουν το ουίσκι. Οι ασφαλιστικές εταιρίες δεν πλήρωναν αποζημίωση  για ένα απλό μολτ, απώλεια που γίνονταν ακόμα πιο οδυνηρή από την επίγνωση του ιδιοκτήτη ότι οι κλέφτες δεν θα μπορούσαν καν να εκτιμήσουν αυτό που  έπιναν.

   Κι έπειτα ήρθε ο καιρός που όσοι από τους ανθρώπους εκείνους δεν ήταν έμπιστοι υπηρέτες ή κηπουροί περιφέρονταν στο προάστιο γιατί δεν είχαν δουλειά. Κάποιοι  γίνονταν φορτικοί: ζητούσαν να ξεχορταριάσουν ή να βάψουν μια σκεπή· οτιδήποτε, baas*, κυρία. Αλλά ο άντρας και η σύζυγός του θυμήθηκαν την προειδοποίηση να μην προσλάβουν  τον οποιοδήποτε απ’ τον δρόμο. Κάποιοι έπιναν αλκοόλ και βρόμιζαν τον δρόμο με πεταμένα μπουκάλια. Κάποιοι ικέτευαν, περιμένοντας από τον άντρα ή τη σύζυγό του να βγουν με το αυτοκίνητό τους από τις ηλεκτρονικά ελεγχόμενες πύλες.  Κάθονταν παράμερα με τα πόδια τους στα αυλάκια του δρόμου, κάτω από τις τζακαράντες που έκαναν τον δρόμο να μοιάζει με πράσινο τούνελ  -διότι ήταν ένα όμορφο προάστιο,  που το χαλούσε μόνο η παρουσία τους-  και μερικές φορές αποκοιμιόντουσαν ακριβώς μπροστά από τις πύλες στο καταμεσήμερο. Η  σύζυγος δεν  άντεχε ποτέ να βλέπει κάποιον να πεινάει. Έστελνε την έμπιστη υπηρέτρια έξω με ψωμί και τσάι, αλλά η έμπιστη υπηρέτρια έλεγε ότι εκείνοι ήταν τεμπέληδες και tsotsis**, που θα έρχονταν και θα την έδεναν και θα την έκλειναν  στο ντουλάπι. Ο σύζυγος είπε, Έχει δίκιο. Λάβε σοβαρά υπ’ όψιν την παραίνεσή της. Το μόνο που κάνεις είναι να τους ενθαρρύνεις με το ψωμί  και το τσάι σου. Ψάχνουν την ευκαιρία τους… Κι έπαιρνε μέσα το τρίκυκλο του μικρού αγοριού από τον κήπο  κάθε βράδυ, γιατί αν και το σπίτι ήταν σίγουρα ασφαλισμένο, διπλοκλειδωμένο και με τον συναγερμό σε λειτουργία, ακόμα μπορούσε κάποιος να σκαρφαλώσει  τον τοίχο ή τις ηλεκτρονικά ελεγχόμενες πύλες  και να εισβάλλει στον κήπο.
    Έχεις δίκιο, είπε η σύζυγος, τότε ο τοίχος πρέπει να ψηλώσει. Και η σοφή γριά μάγισσα, η μητέρα του συζύγου, πλήρωσε τα επιπλέον τούβλα  ως χριστουγεννιάτικο δώρο  στον γιο της και τη σύζυγό του – το μικρό αγόρι πήρε μία στολή αστροναύτη κι ένα βιβλίο με παραμύθια.

   Ωστόσο κάθε εβδομάδα υπήρχαν όλο και περισσότερες αναφορές για εισβολές: μέρα-μεσημέρι και στα μαύρα μεσάνυχτα, τις πρώτες ώρες της ημέρας, ακόμη και στο θαυμάσιο καλοκαιρινό σούρουπο – μία συγκεκριμένη οικογένεια  δειπνούσε ενώ λεηλατούσαν τις κρεβατοκάμαρες στον πάνω όροφο. Ο άντρας και η σύζυγός του συζητούσαν για την πρόσφατη ένοπλη ληστεία στο προάστιο όταν την προσοχή τους τράβηξε η γάτα του μικρού αγοριού η οποία  κατέφθανε με άνεση από τον επτά ποδών  τοίχο, έχοντας κατέβει πρώτα  στηρίζοντας γοργά τα  τεντωμένα μπροστινά πόδια της πάνω στην εντελώς κάθετη επιφάνεια και στη συνέχεια, με μια χαριτωμένη εκτίναξη, να προσγειώνεται εντός της ιδιοκτησίας με την ουρά της να θροΐζει στον αέρα. Ο ασβεστωμένος τοίχος ήταν σημαδεμένος από τα πήγαινε-έλα της γάτας· και από την πλευρά του τοίχου που έβλεπε στο δρόμο υπήρχαν μεγαλύτερες μουντζούρες από κοκκινόχωμα που μπορεί να είχαν γίνει από το είδος εκείνο των σκισμένων αθλητικών παπουτσιών, που βλέπει κανείς στα πόδια των άνεργων τεμπέληδων, τα οποία δεν είχαν κανέναν αθώο προορισμό. 

     Όταν ο άντρας, η σύζυγος και το μικρό αγόρι έβγαζαν τον σκύλο για τη βόλτα του στους δρόμους της γειτονιάς δεν σταματούσαν πια για να θαυμάσουν ετούτο το θέαμα από τριαντάφυλλα ή εκείνο το τέλειο γκαζόν· ήταν κρυμμένα πίσω από μια σειρά διαφορετικών ειδών περιφράξεων, τοίχων και συσκευών. Ο άντρας, η σύζυγος, το μικρό αγόρι και ο σκύλος προσπέρασαν μια αξιόλογη πρόταση: υπήρχε μια χαμηλού κόστους  επιλογή από κομμάτια σπασμένων γυαλιών  ενσωματωμένα στο τσιμέντο  της κορυφής των τοίχων σε όλο το μήκος τους, υπήρχαν σιδερένιες γρίλιες που οι άκρες τους είχαν σχήμα λόγχης, υπήρχαν προσπάθειες να συμφιλιωθεί η αισθητική της αρχιτεκτονικής των φυλακών με το ύφος Ισπανικής Έπαυλης (με κάγκελα βαμμένα ροζ) και τις γύψινες υδρίες των νεοκλασικών προσόψεων (δωδεκάιντσα δόρατα με σχήμα κεραυνού που εξείχαν σαν πτερύγια ψαριού και βαμμένα κατάλευκα). Ορισμένοι τοίχοι είχαν μία μικρή πινακίδα στερεωμένη, που έγραφε το όνομα και το τηλεφωνικό νούμερο της εταιρίας που ήταν υπεύθυνη για την εγκατάσταση των συσκευών. Ενώ το μικρό αγόρι και ο σκύλος έτρεχαν μπροστά, ο σύζυγος και η σύζυγος έμεναν να συγκρίνουν την ενδεχόμενη αποτελεσματικότητα της  κάθε είδους περίφραξης σε σχέση με την εμφάνισή της· και μετά από μερικές εβδομάδες που σταματούσαν για λίγο μπροστά στον έναν φράχτη ή στον άλλον δίχως να χρειάζεται να μιλήσουν, και οι δύο κατέληξαν στο συμπέρασμα πως μόνο έναν από αυτούς άξιζε να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τους. Ήταν ο πιο άσχημος αλλά ο πιο αποτελεσματικός σε αυτό που πρότεινε με το στυλ στρατοπέδου-συγκέντρωσης, δίχως μπορντούρες, μόνο εμφανή αποτελέσματα. Τοποθετημένος  κατά μήκος του τοίχου, αποτελείτο από ένα συνεχές σπιράλ  σκληρού και γυαλιστερού μετάλλου με οδοντωτές απολήξεις που κατέληγαν σε πριονωτές λεπίδες, έτσι ώστε να μην υπάρχει τρόπος να σκαρφαλώσεις  από πάνω ή να περάσεις μέσα από το τούνελ που σχημάτιζε δίχως να μπλεχτείς στα δόντια του. Δεν θα υπήρχε διέξοδος, μόνο μια πάλη που θα μάτωνε όλο και πιο πολύ, ένα όλο και πιο βαθύ, πιο κοφτερό αγκίστρωμα και σκίσιμο της σάρκας. Η σύζυγος ανατρίχιασε με την όψη του. Έχεις δίκιο, είπε στον σύζυγο, ο καθένας θα το σκεφτόταν διπλά… Κι έλαβαν σοβαρά υπ’ όψιν  την παραίνεση που υπήρχε γραμμένη σε μία μικρή πινακίδα στερεωμένη στον τοίχο: Συμβουλευτείτε την ΔΟΝΤΙΑ ΔΡΑΚΟΥ, Τους Ανθρώπους Για Την Απόλυτη Ασφάλεια.

      Την επόμενη μέρα ένα συνεργείο εργατών πήγε και τέντωσε τις σπείρες του οδοντωτού συρματοπλέγματος γύρω  από όλους τους τοίχους του σπιτιού όπου ο σύζυγος, η σύζυγος, το μικρό αγόρι, το κατοικίδιο σκυλί και η κατοικίδια γάτα ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.  Το φως του ήλιου έπεφτε απότομα, πέρα από τις οδοντωτές απολήξεις, στην μαρκίζα του κοφτερού συρματοπλέγματος που περικύκλωνε το σπίτι αστράφτοντας και τυφλώνοντας.  Ο σύζυγος είπε, Δεν πειράζει. Θα θαμπώσει με τον καιρό. Η σύζυγος είπε, Κάνεις λάθος. Εγγυούνται πως είναι ανοξείδωτο. Και περίμενε μέχρι το μικρό αγόρι να απομακρυνθεί με το παιχνίδι πριν πει, Ελπίζω η γάτα να προσέξει… Ο σύζυγος είπε, Μην στεναχωριέσαι, αγαπητή μου, οι γάτες πάντοτε προσέχουν πριν πηδήσουν. Και ήταν αλήθεια ότι από εκείνη την ημέρα η γάτα κοιμόταν στο κρεβάτι του μικρού αγοριού και έμενε στον κήπο, δίχως να ρισκάρει ποτέ να παραβιάσει την ασφάλεια.  

      Ένα βράδυ, η μητέρα διάβασε στο μικρό αγόρι πριν κοιμηθεί ένα παραμύθι από το βιβλίο που η σοφή γριά μάγισσα τού είχε δώσει για τα Χριστούγεννα. Την επόμενη μέρα το μικρό αγόρι προσποιήθηκε  ότι ήταν ο Πρίγκιπας που αψηφά κάτι φοβερούς θάμνους με αγκάθια και μπαίνει στο Παλάτι για να φιλήσει την Ωραία Κοιμωμένη και να την φέρει πίσω στην ζωή: Έσυρε μια σκάλα στον τοίχο, το λαμπερό τούνελ του συρματοπλέγματος ήταν αρκετά φαρδύ για να  χωρέσει το μικρό αγόρι που τρύπωσε μέσα, και με το πρώτο τρύπημα  των κοφτερών απολήξεων στα γόνατα και στα χέρια και στο κεφάλι του ούρλιαξε και πάλεψε και μπερδεύτηκε πιο βαθιά σ’ ένα κουβάρι. Η έμπιστη υπηρέτρια και ο πλανόδιος κηπουρός, που ήταν η “μέρα” του, έφθασαν τρέχοντας, η πρώτη για να δει  και να ουρλιάξει, και ο πλανόδιος κηπουρός για να σκίσει τα χέρια του προσπαθώντας να φτάσει το μικρό αγόρι. Τότε ο άντρας και η σύζυγός του όρμισαν στον κήπο και για κάποιο λόγο (η γάτα, μάλλον) ο συναγερμός άρχισε να χτυπά και η σειρήνα του ενώθηκε με τα ουρλιαχτά ενώ η πετσοκομμένη μάζα του μικρού αγοριού που αιμορραγούσε ελευθερώθηκε από το συρματόπλεγμα ασφαλείας με πριόνια, κόφτες, μπαλτάδες, και το μετέφεραν  -ο άντρας, η σύζυγος, η υστερική έμπιστη υπηρέτρια και ο κηπουρός που έκλαιγε- μέσα στο σπίτι.

 


 

______________________________________________

* αφεντικό. Πρόκειται για λέξη με ολλανδική προέλευση.
                                                  ** νεαροί κακοποιοί, στα αφρικάνερ.







 
Σημείωση:  Το πιο πάνω διήγημα είναι ένα από τα δεκαέξι που περιλαμβάνει η συλλογή "Jump and Other Stories" (Penguin, 1992). Το "Once Upon a Time", όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του, μεταφράστηκε για το ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης  όπου και δημοσιεύτηκε στις 4 Νοεμβρίου. Το σκίτσο είναι της συγγραφέως και δημοσιεύτηκε στο Harper's Bazaar τον Οκτώβριο 1976,

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014









 Βιβλίο Ασκήσεων 
του Αναγνώστη



Πιστός στους χαμηλούς τόνους, την νοσταλγική υφή και τον άνθρωπο παραμένει ο Λάκης Παπαστάθης, ο γνωστός κινηματογραφιστής και συγγραφέας στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του. Το "Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά" (Πόλις, 2014) περιλαμβάνει πενήντα μικρής έκτασης αλλά ιδιαίτερης σύνθεσης διηγήματα που μας μεταφέρουν στο παρασκήνιο της δημιουργίας, τη στιγμή όπου γεννιούνται σκέψεις, προβληματισμοί και ίσως η έμπνευση - στην αίθουσα μιας σχολής δραματικής τέχνης, υποθέτω, εν ώρα μαθήματος. 
 

Ο ανώνυμος αφηγητής είναι ένας δάσκαλος που αμφιβάλλει γι' αυτό που κάνει. Στο εισαγωγικό διήγημα της έκδοσης, αναρωτιέται για τους διάφορους τρόπους που χρησιμοποιεί για να προσεγγίσει τους μαθητές του, αν καταφέρνει τελικά να τους μεταδώσει ό,τι μεταδίδεται για την Τέχνη και μέσω αυτής και τι άλλο θα μπορούσε να κάνει για να είναι πιο αποτελεσματικός. "Είχε τις αμφιβολίες του. Δεν πίστευε πως η τέχνη διδάσκεται - μ' αυτή, τουλάχιστον , την πρακτική, χρηστική έννοια του ρήματος διδάσκω. Όμως ούτε μια στιγμή δεν του πέρασε από το μυαλό να τα παρατήσει. Δεν διδάσκεται  αλλά καλλιεργείται, έλεγε. Η διδασκαλία σε βοηθάει να τα καταφέρεις, ίσως, μόνος σου. Πάντα όμως η αμφιβολία τον έτρωγε."  

Τα επόμενα πενήντα διηγήματα του βιβλίου είναι ισάριθμα μαθήματα πάνω στην υποκριτική, τον αυτοσχεδιασμό, την δραματική αφήγηση, την κίνηση, την κινηματογράφιση. Μην σας πτοεί ο μεγάλος αριθμός - τα περισσότερα διηγήματα είναι της μίας ή των δύο σελίδων και είναι αρκετά ενδιαφέροντα διότι εστιάζουν σε στιγμές και παραστάσεις που είναι έντονα φορτισμένες από την πραγματικότητα. "Άτσαλα λόγια", "Η διάρκεια της σιωπής", "Εκείνη προχώρησε", "Ο νικητής και ο ηττημένος που ελπίζει", "Η ανάσταση του κειμένου", "Η διαδρομή μιας μελωδίας", "Ο κινηματογράφος σαν ζαχαρωτό", "Η πλάτη στην αφήγηση", "Η μάχη της Μαγνησίας", "Ταξί για Χολαργό", "Έλλη", "Ο καραγκιοζοπαίχτης και ο συγγραφέας" είναι μερικοί από τους τίτλους που καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων, εποχών και συμπεριφορών που θίγει ο συγγραφέας με την διεισδυτική ματιά του καλλιτέχνη και την ανθρωποκεντρική ενός δασκάλου. 

25. "Ήθελε να νικήσει την ευκολία της. Να ζορίζεται. Να μην της βγαίνει το έργο. Ευχαριστιόταν να απελπίζεται. Όταν η σύνθεσή της σωριαζόταν ερείπιο έλεγε ΄για καλό είναι΄ ή ΄κάθε εμπόδιο για καλό΄". Δεν ήθελε να πηγαίνουν ενστικτωδώς μόνα τους τα χέρια της, δεν τα εμπιστευόταν. Περνούσε πολλές ημέρες αναμένοντας την καινούργια έμπνευση, τη διαφορετική. Σκάλιζε τα ερείπια και τα ξανάστηνε. Ξανά και ξανά. Όταν επιτέλους αποφάσιζε πως το έργο τελείωσε, καθόταν απέναντι και το κοιτούσε. Της φαινόταν οικείο. Συνεχώς αναγνώριζε τον εαυτό της και το προηγούμενο έργο της που ήθελε να αποφύγει. Όσο το κοιτούσε, τόσο πιο πολύ έμοιαζε με το πρώτο σχέδιο που έκανε στη σχολή, πριν μάθει, πριν καταλάβει, πριν πορευτεί όπως πορεύτηκε!"

24. "Εκείνος πάνω στο βήμα, μόνος του. Ο κόσμος κάτω, εκατοντάδες. Το κοινό συμφωνούσε. Αυτός έλεγε, έλεγε, το ξεσήκωνε. Μετά από λίγο ξανάλεγε. Εντέχνως τα αντίθετα. Και πάλι το κοινό τον αποθέωνε. Το ίδιο κοινό, οι ίδιοι άνθρωποι. Σαν να μεταφέρθηκαν στη σάλα οι αντίπαλοι τους ή μάλλον σαν να ήταν μέσα τους οι άλλοι, οι αντίπαλοι. Και εκείνος είρων, με ένα χαμόγελο που ήξερε."

 
Θα αρκούσε να μιλήσω μόνο για το πως ο συγγραφέας προσεγγίζει το ευάλωτο, το ανείπωτο και το φευγαλέο με τον διαυγή και σαφή λόγο που συναντούμε και στα προηγούμενα βιβλία του. Ωστόσο, η συλλογή ετούτη είναι κάτι περισσότερο διότι κάθε διήγημα μοιάζει με σχεδιάγραμμα μαθήματος (lesson plan), στην πεζογραφική του μορφή. Ξεκινά με την αφήγηση-σενάριο και συνεχίζει δίνοντας παραδείγματα που δεν είναι απλά γεγονότα αλλά αναμνήσεις του συγγραφέα από μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες και ανθρώπους που πρόσφεραν στον πολιτισμό του τόπου - η Έλλη Λαμπέτη, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Κάρολος Κουν κι ο Λευτέρης Βογιατζής -μεταξύ άλλων, λιγότερο ή περισσότερο αναγνωρίσιμων- περνούν μέσα από τις σελίδες του "Δασκάλου...". Ακολουθεί ο στοχασμός του για ζητήματα των "ψιλών γραμμάτων" όπως η σημασία της ατομικής στάσης σε όσα συμβαίνουν και ο αντίκτυπος μιας πράξης. Και τέλος,  η ανάθεση μιας εργασίας στους μαθητές: να ερευνήσουν τις αφηγήσεις και μετά να συζητήσουν ή να ερμηνεύσουν πρόσωπα, σώματα, συναισθήματα, διλήμματα, αδιέξοδα και άλλες υποθετικές καταστάσεις που υπαγορεύονται από την πραγματικότητα.

24. "Σας ζήτησα να σχολιάσετε αυτή τη σκηνή. Πήρα τις απαντήσεις σας και σήμερα θα σας διαβάσσω τα σχόλια του Γ.Σ. που θα μας οδηγήσουν σε πολλές συζητήσεις." 

31. "Φανταστείτε και παίξτε την Άννα από τη στιγμή που ακούει τον θόρυβο και ξυπνάει αρπάζοντας τη ρόμπα της. Κλιμακώστε την αντίδρασή της. Εκείνο που την καθορίζει είναι ο ρυθμός της. Από τον τρόμο του σεισμού, στην έκπληξη και μετά στη συγκίνηση που στο τέλος, μ' έναν τρόπο προσωπικό και απρόβλεπτο, τη συμβολικοποιεί και τη μετατρέπει σε τελετουργία." 

29. "Ξαπλώστε ήσυχα, ανάσκελα και προσπαθήστε να φανταστείτε τα λόγια του ποιήματος. Λέξη-λέξη. Να έχετε την αίσθηση πως απέναντί σας είναι ο ποιητής που σας βλέπει. Προσπαθήστε να παραστήσετε τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής του ανθυπολοχαγού πριν πεθάνει. Προβληματιστείτε για το μακιγιάζ σας και νοερά ακολουθήστε τα λόγια του ποιήματος που κάνουν φλας μπακ στη ζωή του." 

Το ύφος ανάμεσα στο διήγημα-σενάριο και την υπόλοιπη αφήγηση διαφέρει ελαφρώς ωστόσο, η γραφή του Λάκη Παπαστάθη, δεν έχει χάσει τίποτα από το διακριτό, εικαστικό πλαίσιο των κινηματογραφικών εικόνων του. Εδώ, όμως, έχει μια πιο οικεία θερμοκρασία καθώς ο συγγραφέας είναι σαν να απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη - η κατακλείδα κάθε διηγήματος (η ανάθεση της εργασίας) σε προτρέπει να μπεις στα παπούτσια κάποιου άλλου και να σκεφτείς αλλιώς· να βγεις από τα στενά όρια του εγωτικού εαυτού και να αντιληφθείς την επηρροή της κάθε ανθρώπινης κίνησης στον κόσμο γύρω σου. Να εντοπίσεις το σημείο όπου τέμνονται το φαντασιακό και η καθημερινότητα και να μεταφράσεις τις πολλές διαστάσεις μιας αλήθειας. Παρεμπιπτόντως, ο συγγραφέας δεν έχει διδάξει ποτέ, κάτι που δίνει μια ξεχωριστή χροιά στα τόσο δομημένα και περιεκτικά διηγήματά του αλλά και στην  στάση του δασκάλου του. Το "Διδάσκω σημαίνει παίρνω την ευθύνη" που αποφασίζει ο αφηγητής πριν μπει στην τάξη  δεν είναι κάτι που ακούς συχνά, πόσο μάλλον να το συναντάς ως πράξη. 


Ως βασικός και επί χρόνια συνεργάτης του εξαιρετικού τηλεοπτικού "Παρασκηνίου", ο Λάκης Παπαστάθης  χειρίζεται με παρόμοιο τρόπο το βασικό υλικό του που το αντλεί κυρίως από την μνήμη, τις Τέχνες αλλά και την διδασκαλία, όπου οι ασκήσεις αναπαράστασης (role play) χρησιμοποιούνται κυρίως για τον παιγνιώδη όσο και αποτελεσματικό τρόπο που μετατρέπουν την πληροφορία σε γνώση κα τη γνώση σε εμπειρία.

Το αποτέλεσμα είναι αν μη τι άλλο ασυνήθιστο - η συνοχή της γλώσσας του και η συμπύκνωση της μικρής φόρμας δημιουργούν μια ήρεμη αλλά επιβλητική ατμόσφαιρα που αιχμαλωτίζει το συναίσθημα και αναγκάζει τον αναγνώστη να συμμετάσχει πνευματικά και συναισθηματικά πολύ περισσότερο απ' ότι σε μια συνηθισμένη, αφηρημένη ή σβέλτη, ανάγνωση.  Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για πειραματική λογοτεχνία,  ένα προληπτικό (proactive) είδος ίσως, με την έννοια ότι ασκεί την σκέψη και την ενσυναίσθηση κι έτσι προετοιμάζει τον αναγνώστη για ένα επόμενο επίπεδο ανάγνωσης από εκείνο του απλού καταναλωτή του κάθε συγγραφικού ύφους.

Πιο απλά, για να μην σας κουράσω άλλο, "Ο Δάσκαλος..." ...γεφυρώνει τον χρόνο μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος με εύφορο τρόπο και αποκαλύπτει την διαδικασία εξέλιξης της αναγνωστικής σκέψης σε μία πιο ώριμη, κάτι που είναι πολύτιμο κι εκτός σελίδων. Ένα βιβλίο ασκήσεως του Εαυτού, δηλαδή.





Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία έχει αντληθεί από την σελίδα της Εθνικής Πινακοθήκης ενώ η δεύτερη τυχαία από το διαδίκτυο και εικονίζει τον συγγραφέα να κινηματογραφεί. Στην προσωπική ιστοσελίδα του (εδώ) μπορείτε να βρείτε πληροφορίες για το σύνολο τού μέχρι στιγμής έργου του. Το εικαστικό είναι του Γιώργου Ρόρρη.

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014









Murder, he wrote



Το μοναδικό μυθιστόρημα, ανάμεσα στα τόσα θεατρικά έργα και διηγήματα, που έγραψε ο Anton Chekhov είναι αστυνομικό! "Το Έγκλημα" (μτφρ. Φωτεινή Νάσσου - Σοκόλη-Κουλεδάκη, 2013)  είναι ένα αναπάντεχο ανάγνωσμα που δεν υπολείπεται καθόλου των άλλων βιβλίων της κατηγορίας μυστηρίου - ένας παράνομος έρωτας, μία αφόρητη ζήλεια, ένας μοιραίος θάνατος κι ένας στυγνός δολοφόνος που στο τέλος διαφεύγει είναι στοιχεία που πλέκονται με ένα λογοτεχνικό τρόπο ο οποίος γεννά την περιέργεια και την ανυπομονησία για την κατάληξη της πλοκής.   

Ο σαραντάχρονος Ιβάν Πέτροβιτς Καμύτσωφ, πτυχιούχος νομικής και πρώην ανακριτής, παραδίδει στον αρχισυντάκτη μίας εφημερίδας ένα χειρόγραφο με την φιλοδοξία αφενός μεν να δημοσιευτεί κι έτσι να αναγνωριστεί ως συγγραφέας, κι αφετέρου να αποκτήσει κάποια χρήματα μιας και εκείνη τη στιγμή είναι άνεργος. Το μυθιστόρημά του, όπως τονίζει, αναφέρεται σε πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν πριν από καιρό σε μία επαρχιακή πόλη όπου εργαζόταν ως ανακριτής, κάτι που πείθει τον αρχισυντάκτη να το δεχτεί. Μετά τις σχετικές διορθώσεις το δημοσιεύει κι εμείς διαβάζουμε για την ζωή του Σεργκέι Πέτροβιτς Ζινόβιεφ, του μυθιστορηματικού alter ego του Καμύτσωφ, και την κατ' ανάγκη φιλία του με τον ξεπεσμένο αλκοολικό κόμη Αλεξέι Καρνέγιεφ που επιστρέφει στην εξοχική κατοικία του μετά από χρόνια. Ένα απόγευμα, στην βόλτα τους στο δάσος, συναντούν την κόρη του δασοφύλακα Σκβόρτσωφ - η νεαρή Όλγα, ντυμένη στα κόκκινα, προκαλεί το ερωτικό ενδιαφέρον και των δύο ανδρών που την ερωτεύονται. Εκείνη όμως αδιαφορεί και παντρεύεται  τον Ουρμπένιν, τον άσχημο αλλά ευγενικό μεσήλικα επιστάτη του κόμη που κάποτε υπήρξε ειρηνοδίκης. Αμέσως μετά τον γάμο η Όλγα, με την έπαρση της ομορφιάς της, συνειδητοποιεί ότι δεν αγαπά τον σύζυγό της· αντίθετα, είναι ερωτευμένη με τον Σεργκέι Πέτροβιτς ενώ δέχεται, παράλληλα, τις ερωτικές αξιώσεις του κόμη πηγαίνοντας να ζήσει στον πύργο του.

Σ' ένα κυνήγι που οργανώνει ο κόμης, η κουστωδία του σταματά σ' ένα ξέφωτο για πικνίκ. Εκεί εμφανίζεται ακάλεστος ο δυσάρεστος Καετάν Καζιμίροβιτς με την Σόζια, την σύζυγο του κόμη. Μετά την κεραυνοβόλο έκπληξη, το πικνικ διαλύεται και  ο Σεργκέι Πέτροβιτς, πολύ θυμωμένος από το μυστικό που του κρατούσε ο υποτιθέμενος φίλος του, επιστρέφει τρέχοντας στο σπίτι του περνώντας μέσα από το δάσος. Το επόμενο βράδυ, θα τον καλέσουν, με την ιδιότητά του ως ανακριτή κι όχι ως απλό φίλο, στον πύργο για ένα τραγικό συμβάν - η Όλγα βρέθηκε αιμόφυρτη μέσα στο δάσος. Oι υποψίες αφορούν τους πάντες - από την σύζυγο του κόμη και τον αδερφό της μέχρι και την Κουκουβάγια, την γριά παραμάνα του κόμη. Την ίδια στιγμή οι γιατροί προσπαθούν να σώσουν την Όλγα που ψυχορραγεί χωρίς την παραμικρή βοήθεια από τους υπηρέτες που έχουν αφηνιάσει από την έλλειψη ελέγχου. Καθόλου τυχαία, οι έρευνες του Σεργκέι Πέτροβιτς αποδεικνύονται χρονοβόρες κι άκαρπες. Από αυτό το σημείο κι έπειτα, το μυθιστόρημα  αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς η Όλγα πεθαίνει δίχως να αποκαλύψει τον δολοφόνο και στο τόπο του εγκλήματος καταφθάνει ο Πολουγκράντωφ, ο δανδής αντιεισαγγελέας που κλήθηκε για να επαληθεύσει τις έρευνες του Σεργκέι Πέτροβιτς που οδηγούν στο εύκολο και προφανές θύμα - τον Ουρμπένιν. Μετά την φυλάκιση του Ουρμπένιν, ωστόσο, εμφανίζεται ο μονόφθαλμος υπηρέτης Κούζμα που διατείνεται πως είδε τον δολοφόνο κι αυτός δεν είναι ο πρώην επιστάτης. 




Στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης -που είναι απόσπασμα από την Εισαγωγή της Φρανσουάζ Μορβάν στην γαλλική έκδοση του έργου- αναφέρεται πως ο ο Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ υποχρεωμένος από τις συνθήκες -έπρεπε να συντηρήσει την οικογένειά του και να ολοκληρώσεις τις σπουδές του στην Ιατρική- αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τα "σκουπίδια της ημέρας" όπως αποκαλούσε την εφημερίδα "Νέα της ημέρας" όπου δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το "Δράμα στο κυνήγι" όπως ήταν ο πρωτότυπος τίτλος του πεζογραφήματος στα ρωσικά.  Χρειάστηκε, επίσης, να υπακούσει στους όρους του είδους που του υπαγόρευσε ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας, κάτι που δεν νομίζω να του άρεσε και πολύ γι' αυτό τους τακτοποιεί με τις πρέπουσες συγγραφικές ανατροπές - το έγκλημα διαδραματίζεται στο δεύτερο μισό του βιβλίου, υπάρχει εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα με ανοιχτό τέλος και άγνωστο δολοφόνο, και η αποκάλυψη του ενόχου που, τελικά, διαφεύγει του νόμου γίνεται από τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας. Και βεβαίως, ο Τσέχωφ δεν αποφεύγει να σχολιάσει τις ψυχολογικές διαστάσεις των βασικών ηρώων του και να αναπαραστήσει με μελανά χρώματα τις κοινωνικές  συνθήκες της εποχής.

Ο Έρνεστ Χέμινγουέι σχολιάζοντας βιτριολικά τον Τσέχωφ είπε πως έγραψε μόνο έξι καλές ιστορίες. "Το έγκλημα" δεν είναι  μία από αυτές αξίζει ωστόσο να διαβαστεί  όχι μόνο για το πρωτόλειο ύφος του αλλά και για ένα στοιχείο που οι περισσότεροι σκηνοθέτες -του θεάτρου κυρίως αλλά και των κινηματογραφικών μεταφορών του- αποφεύγουν να παρουσιάζουν στα έργα του - το κωμικό. Κατά γενική ομολογία, ο Τσέχωφ διέθετε αρκερό χιούμορ κι εδώ, καταφέρνει να δώσει μια έντονη απόχρωση παρωδίας - είναι χαρακτηριστική η σκηνή όπου  ο θίασος των τσιγγάνων, που έχει καλέσει ο κόμης πριν φύγουν για κυνήγι και αγνοεί το τραγικό συμβάν, υποδέχεται με χορούς και τραγούδια το αιμόφυρτο σώμα της Όλγας. Γενικότερα όμως, ο συγγραφέας αφήνει σε πολλά σημεία να διαρρεύσει ένα ύφος αφελές κι αβέβαιο, μια αμηχανία ίσως, που προσθέτει ιδιαίτερο τόνο σε τούτη την ιστορία - διακόπτει αρκετές φορές την ροή της αφήγησης του Καμύτσωφ παραθέτοντας υποσημειώσεις -που ευτυχώς βρίσκονται στο κάτω μέρος της σελίδας- οι οποίες υποδεικνύουν με έμμεσο τρόπο τον δολοφόνο και τα ενοχοποιητικά στοιχεία.




Το "Έγκλημα" δεν διεκδικεί δάφνες. Δεν τίθεται καν ζήτημα σύγκρισης με το μετέπειτα έργο του Αντον Τσέχωφ - γι' αυτό, άλλωστε δεν συμπεριλήφθηκε στα Άπαντά του όσο ζούσε. Ο ίδιος ο Ρώσσος συγγραφέας -δια στόματος Καμύτσωφ- παραδέχεται τις αδυναμίες του που ιδωμένες με την απόσταση του χρόνου δίνουν μια sui generis χροιά στο κείμενο: ορισμένες ασύνδετες κινήσεις των ηρώων, κάποια κενά στην αφήγηση και πολλές ανοιχτές διόδους - κύριο χαρακτηριστικό αυτό το τελευταίο της κατοπινής, μεστής γραφής του θεατρικού Τσέχωφ. Η ελληνική έκδοση, θα μπορούσε να αρκεστεί σε αυτά και να μην προσθέσει κι άλλες αβλεψίες όπως το ότι η Φρανσουάζ Μορβάν εμφανίζεται ως αρσενικού γένους και το ότι δεν διευκρινίζεται από πια γλώσσα έγινε η μετάφραση.

Μικρές λεπτομέρειες που, ωστόσο, δεν μειώνουν στο ελάχιστο την ευχαρίστηση της ανάγνωσης και την κατανόηση  "Του Εγκλήματος" που διαλευκάνεται με τον συμπερασματικό τρόπο της Άγκαθα Κρίστυ - "...unravelling from within"
όπως θα το έθετε και ο μεσιέ Πουαρό.

 




Σημειώσεις: Το πρώτο εικαστικό είναι το "Κόκκινο Φως" του Ivan Kliun,  και το δεύτερο είναι η "Βόλτα στο Δάσος" του Henri Rousseau, λεπτομέρεια του οποίου κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου. Στο πορτραίτο εικονίζεται ο συγγραφέας.