Δεμένο το θες
ή λυτό;
Μία από τις ιστορίες που μου έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρή ήταν κι ετούτη: Μια φορά, ένας ταβερνιάρης (ή καφετζής, δεν θυμάμαι αυτό το σημείο καλά. Χάριν ευκολίας, θα χρησιμοποιήσω την πρώτη εκδοχή) ζήτησε από τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο να του ζωγραφίσει στον τοίχο της ταβέρνας του, έξω στην αυλή, ένα λιοντάρι. Ο Θεόφιλος, τότε, τον ρώτησε: "Δεμένο το θες ή λυτό;" Ο ταβερνιάρης που, όπως πολλοί, θεωρούσε τον ιδιόρρυθμο καλλιτέχνη αλαφρωΐσκιωτο, του έδωσε το ελεύθερο – ο μάστορας βάζει τα υλικά, ο μάστορας αποφασίζει. Ο Θεόφιλος στρώθηκε στην δουλειά και όταν τελείωσε, ο ταβερνιάρης έμεινε ευχαριστημένος – το λιοντάρι του έδειχνε μεγάλο, αγέρωχο και δυνατό· όπως πρέπει να είναι ο βασιλιάς των ζώων.
Με τις πρώτες γνώσεις περί ζωγραφικής από τον αγιογράφο παππού του, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ή Θεόφιλος Κεφαλάς, ήταν ουσιαστικά αυτοδίδακτος. Εγκαταστάθηκε στον Βόλο περίπου το 1897 και πρέπει να είχε ήδη υιοθετήσει την φουστανέλα στο καθημερινό του ντύσιμο – είτε για να μοιάζει με τους ήρωες που απεικόνιζε στα έργα του είτε γιατί δεν μπορούσε να ακολουθήσει το ρεύμα της χώρας που απαλλασσόταν εκείνη την εποχή με ταχείς ρυθμούς από τον οθωμανικό χαρακτήρα της και εξευρωπαϊζόταν, δεν έχει σημασία. Αυτό, ωστόσο, ήταν η βασική αιτία για να υποστεί συνεχή πειράγματα, προσβλητικά σχόλια κι εμπαιγμό, εκτός από εκμετάλλευση – χωρίς την βασική εκπαίδευση του σχολείου και απόλυτα φτωχός, ο Θεόφιλος εισέπραττε για ώρες εργασίας ελάχιστες πενταροδεκάρες ή μόνο ένα πιάτο φαγητό. Έζησε για περίπου 30 χρόνια στην Μαγνησία κι ετούτη θεωρείται η πρώτη μεγάλη περίοδος της ζωγραφικής του την οποία χαρακτηρίζει το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο. Τα έργα του, σύμφωνα με τον Γιάννη Τσαρούχη, στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα και, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας. "...έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό". Αυτό όμως βέβαια ήταν αδύνατον να το γνώριζε και να το εκτιμούσε ο απλός ταβερνιάρης. Αυτό που εκτιμούσε ήταν αυτό που έβλεπε – μια επιβλητική ζωγραφιά που καταλάβαινε. Έδωσε, λοιπόν, στον μάστορα τις δεκάρες του κι εκείνος έφυγε για να κερδίσει το φαγητό της επόμενης μέρας.
Το 1927 ο ζωγράφος επέστρεψε στην Λέσβο, τόπο καταγωγής του, και συνέχισε να ζωγραφίζει κάτω από τις ίδιες, πολύ δύσκολες συνθήκες. Εκεί θα γνωρίσει τον γνωστό τεχνοκριτικό, εκδότη και συλλέκτη έργων τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη – Tériade ο οποίος εκτιμά το χάρισμα του καλλιτέχνη και το ιδιότυπο, ναΐφ, ιδίωμά του. Ο Tériade θα βοηθήσει οικονομικά τον Θεόφιλο εξασφαλίζοντας έτσι την επιβίωσή του ενώ παράλληλα προωθεί το έργο του το οποίο θα αρχίσει να γίνεται γνωστό κι εκτός συνόρων. Ο ίδιος ο Θεόφιλος θα αναγνωριστεί, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του –πιθανόν σαν σήμερα το 1934–, ως ο σπουδαιότερος λαϊκός καλλιτέχνης της Ελλάδας.
Τα έργα του Θεόφιλου στην Μαγνησία ήταν πολλά, και διάσπαρτα σε ποικίλους χώρους στο Βόλο και στο Πήλιο – σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια, φούρνους, ελαιοτριβεία, μύλους, αρχοντικά, απλές κατοικίες αλλά και εκκλησίες. Πολλά από αυτά, όμως, καταστράφηκαν από διάφορες αιτίες: σεισμούς, πυρκαγιές, κατεδαφίσεις, αμέλεια.
Και το λιοντάρι;
Το λιοντάρι της πιο πάνω ιστορίας, σύμφωνα με τον αφηγητή, δραπέτευσε λίγο καιρό αργότερα – με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου ο τοίχος ξέβαψε γιατί με όσα τον πλήρωνε ο ταβερνιάρης, ο Θεόφιλος δεν μπορούσε να αγοράσει καλά υλικά. ΄Ετσι, το λιοντάρι λύθηκε.
Μου άρεσε να ακούω αυτήν την ιστορία για πολλούς λόγους. Κυρίως όμως γιατί τελείωνε μ' αυτό που είχε πει ο Ελύτης, τον Ιούνιο του 1961, όταν αντίκρισε σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου στο Παρίσι την μεγάλη αφίσα της Έκθεσης του Θεόφιλου που είχε ανοίξει εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου: "Ε, λοιπόν, ναι. Υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτόν τον κόσμο".
Σημείωση: Το εικαστικό της ανάρτησης είναι «Το κυνήγι του λιονταριού» του Θεόφιλου. Το 2014 ο συγκεκριμένος πίνακας βρέθηκε σε δημοπρασία του Οίκου Bonhams μεταξύ των έργων των Κωνσταντίνου Παρθένη, Γιάννη Τσαρούχη, Χρύσας και Γιάννη Μόραλη, και κατακυρώθηκε έναντι 100.263 ευρώ. / Μπορείτε να δείτε εδώ την ταινία που σκηνοθέτησε ο Λάκης Παπαστάθης με θέμα την ζωή του ζωγράφου.
Με τις πρώτες γνώσεις περί ζωγραφικής από τον αγιογράφο παππού του, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ή Θεόφιλος Κεφαλάς, ήταν ουσιαστικά αυτοδίδακτος. Εγκαταστάθηκε στον Βόλο περίπου το 1897 και πρέπει να είχε ήδη υιοθετήσει την φουστανέλα στο καθημερινό του ντύσιμο – είτε για να μοιάζει με τους ήρωες που απεικόνιζε στα έργα του είτε γιατί δεν μπορούσε να ακολουθήσει το ρεύμα της χώρας που απαλλασσόταν εκείνη την εποχή με ταχείς ρυθμούς από τον οθωμανικό χαρακτήρα της και εξευρωπαϊζόταν, δεν έχει σημασία. Αυτό, ωστόσο, ήταν η βασική αιτία για να υποστεί συνεχή πειράγματα, προσβλητικά σχόλια κι εμπαιγμό, εκτός από εκμετάλλευση – χωρίς την βασική εκπαίδευση του σχολείου και απόλυτα φτωχός, ο Θεόφιλος εισέπραττε για ώρες εργασίας ελάχιστες πενταροδεκάρες ή μόνο ένα πιάτο φαγητό. Έζησε για περίπου 30 χρόνια στην Μαγνησία κι ετούτη θεωρείται η πρώτη μεγάλη περίοδος της ζωγραφικής του την οποία χαρακτηρίζει το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο. Τα έργα του, σύμφωνα με τον Γιάννη Τσαρούχη, στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα και, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας. "...έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό". Αυτό όμως βέβαια ήταν αδύνατον να το γνώριζε και να το εκτιμούσε ο απλός ταβερνιάρης. Αυτό που εκτιμούσε ήταν αυτό που έβλεπε – μια επιβλητική ζωγραφιά που καταλάβαινε. Έδωσε, λοιπόν, στον μάστορα τις δεκάρες του κι εκείνος έφυγε για να κερδίσει το φαγητό της επόμενης μέρας.
Τα έργα του Θεόφιλου στην Μαγνησία ήταν πολλά, και διάσπαρτα σε ποικίλους χώρους στο Βόλο και στο Πήλιο – σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια, φούρνους, ελαιοτριβεία, μύλους, αρχοντικά, απλές κατοικίες αλλά και εκκλησίες. Πολλά από αυτά, όμως, καταστράφηκαν από διάφορες αιτίες: σεισμούς, πυρκαγιές, κατεδαφίσεις, αμέλεια.
Και το λιοντάρι;
Το λιοντάρι της πιο πάνω ιστορίας, σύμφωνα με τον αφηγητή, δραπέτευσε λίγο καιρό αργότερα – με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου ο τοίχος ξέβαψε γιατί με όσα τον πλήρωνε ο ταβερνιάρης, ο Θεόφιλος δεν μπορούσε να αγοράσει καλά υλικά. ΄Ετσι, το λιοντάρι λύθηκε.
Μου άρεσε να ακούω αυτήν την ιστορία για πολλούς λόγους. Κυρίως όμως γιατί τελείωνε μ' αυτό που είχε πει ο Ελύτης, τον Ιούνιο του 1961, όταν αντίκρισε σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου στο Παρίσι την μεγάλη αφίσα της Έκθεσης του Θεόφιλου που είχε ανοίξει εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου: "Ε, λοιπόν, ναι. Υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτόν τον κόσμο".
Σημείωση: Το εικαστικό της ανάρτησης είναι «Το κυνήγι του λιονταριού» του Θεόφιλου. Το 2014 ο συγκεκριμένος πίνακας βρέθηκε σε δημοπρασία του Οίκου Bonhams μεταξύ των έργων των Κωνσταντίνου Παρθένη, Γιάννη Τσαρούχη, Χρύσας και Γιάννη Μόραλη, και κατακυρώθηκε έναντι 100.263 ευρώ. / Μπορείτε να δείτε εδώ την ταινία που σκηνοθέτησε ο Λάκης Παπαστάθης με θέμα την ζωή του ζωγράφου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου